δέλφαξ

Δελφικός

δελφίν
Δελφικός, ή, όν, de Delphes, Plat. Phædr. 229e ; etc. ; Δ. μαντεῖον, DH. 4, 69, l’oracle de Delphes (cf. Δελφοί) ; τὸ Δ. App. Ill. 5, le sanctuaire de Delphes.
Étym. Δελφοί.