διασήπω

Διάσια

διασίζω
Διάσια, ων (τὰ) [ῑᾰσ] fêtes de Zeus μειλίχιος, à Athènes, Thc. 1, 126 ; Ar. Nub. 408 (dat. pl. -ίοισιν), 864 (dat. pl. -ίοις).
Étym. Διός, v. Ζεύς.