δικαϊκός

Δικαιογένης

δικαιοδοσία
Δικαιο·γένης, ους () [] Dikæogénès :
1 poète, Arstt. Poet. 16, etc. ||
2 autres, Is. 5, 5, etc. Baiter-Sauppe ||
E Voc. Δικαιόγενες, Is. 5, 43 ; acc. -ην, Is. 5, 1, etc. ; ou -η, Is. 5, 12.
Étym. δίκαιος, γίγνομαι.