δίκρους

Δικταῖος

δικταμνίτης οἶνος
Δικταῖος, η (ion.), ον, de Diktè, Call. H. 3, 199 ; DH. 2, 61, etc. ; τὸ Δικταῖον, Str. 479, le temple de Zeus de Diktè.
Étym. Δίκτη.