Δινδύμη

Δινδυμήνη

Δινδυμίη
Δινδυμήνη, ης () [] la déesse de Dindymon, c. à d. Kybélè (Cybèle), d’ord. μήτηρ Δ. Hdt. 1, 80 ; Arr. An. 5, 6, 4, etc. ; ou Δ. μήτηρ, Str. 575 ; Paus. 7, 19, 9.
Étym. Δίνδυμον.