Διόϐολος

Διογείτων

Διογένεια
Διο·γείτων, ονος () Diogeiton, Antiph. (Ath. 343a) ; Dém. 1360, 11 ; Lys. 32, 2 Baiter-Sauppe ; Plut. Pel. 35.
Étym. Διός, γείτων.