Διόκλεια

Διοκλείδης

Διοκλέων
Διοκλείδης, ου () Diokleidès (litt. fils ou descendant de Dioklès) h. And. 6, 7, etc. ||
E Dor. -είδας, Phryn. com. (Plut. Alc. 20) ; Thcr. Idyl. 5, 147.
Étym. patr. de Διοκλῆς.