Διόπαις

Διοπείθης

διόπερ
Διο·πείθης, ους () Diopeithès, h. Xén. Hell. 3, 3, 3 ; Ar. Vesp. 380, Eq. 1085, etc. ; Arstt. Rhet. 2, 8 ; etc.
Étym. Διός, πείθω.