διοσκέω-ῶ

Διοσκόρειον

Διοσκορίδης
Διοσκόρειον, att. réc. Διοσκούρειον, ου (τὸ) le temple des Dioscures, Thc. 4, 110 ; Dém. 390, 26 ||
E Διοσκούρειον, Thc. l. c. etc. ; Plut. Syll. 33 ; DC. etc. ; cf. Διόσκοροι fin.