Διοτίμα

Διότιμος

Διότονος
Διό·τιμος, ου () [τῑ] Diotimos, h. Thc. 1, 45 ; 8, 15 ; Xén. Hell. 1, 3, 12 ; 5, 1, 25 ; Is. Dém. Lys. etc.
Étym. Διός, τιμή.