δίψαμι

Διψαναπαυσίλυπος

διψάς
Διψ·αναπαυσί·λυπος, ου () [ᾰᾰῐῡ] litt. Soif-trève-au-chagrin, n. de parasite, Alciphr. 3, 67.
Étym. δίψα, ἀναπαύω, λύπη.