Διωναίη

Διωναῖος

Διώνασσα
Διωναῖος, α, ον, de Diônè : Διωναία Κύπρις, Thcr. Idyl. 15, 106 ; ion. Διωναίη Κ. Orph. Arg. 1331 ; ou abs. Διωναίη, DP. 853, 509, Kypris ou Aphroditè, fille de Diônè.
Étym. Διώνη.