Δολοπία

Δολοπιονίδης

Δολοπίων
Δολοπιονίδης, gén. -αο () [πῑ] le fils de Dolopiôn, c. à d. Philoctète, Euph. (Stob. Fl. 59, 16).
Étym. patr. de Δολοπίων.