Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δροσινός
Δροσίς
δροσοϐολέω-ῶ
Δροσίς,
ίδος
(
ἡ
) Drosis,
f.
Dém.
1386, 8 ;
Luc.
D. mer.
10
(
voc.
Δροσί
).
Étym.
δρόσος
.