Δήλιος

Δηλογενής

δήλομαι
*Δηλο·γενής, seul. dor. Δαλο·γενής, ής, ές [] né à Dèlos, Poèt. (Arstt. Rhet. 3, 8) (Δῆλος 1, γεν- de γίγνομαι).