Δημαρέτιος

Δημάρετος

Δημάριον
Δημ·άρετος, ου () [] Dèmarétos, h. Dém. Plut. Tim. 21, 27 ||
E Dor. Δαμ- [] Anth. 6, 266.
Étym. δῆμος, ἀρέσκω.