Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Δημάριον
Δημαρίστη
Δημάρμενος
Δημ·αρίστη,
ης
(
ἡ
)
Dèmaristè,
f.
Plut.
Tim.
3
.
Étym.
δῆμος, ἄριστος
.