Δημοκήδης

Δημοκλείδης

Δημοκλῆς
Δημοκλείδης, ου () Dèmokleidès :
1 orateur, DH. Din. 11 ||
2 autre, Plut. Pel. 8, 11, etc.
Étym. patr. de Δημοκλῆς.