δημόκραντος

Δημοκράτεια

δημοκρατέω-ῶ
*Δημοκράτεια, seul. dor. Δαμοκράτεια, ας () [ᾱᾰτ] Damokrateia, f. Anth. 7, 181.
Étym. fém. de Δημοκράτης.