Δημοκρίτειος

Δημοκρίτη

Δημόκριτος
*Δημοκρίτη, seul. dor. Δαμοκρίτα, ας () [ᾱῐ] Damokrita, Lacédémonienne, Plut. M. 775 (fém. du suiv.).