Δημοφάνης

Δημόφαντος

δημοφθόρος
Δημό·φαντος, ου () Dèmophantos, h. And. 13 ; Dém. 505, 27, etc. ||
E Dor. Δαμό- [] Plut. Phil. 7.
Étym. δ. φαίνω.