Δημόνοος

Δημόξενος

δημοπίθηκος
*Δημό·ξενος, seul. dor. Δαμόξενος, ου () Damoxènos, h. Anaxil. (Ath. 403c) ; Luc. D. mort. 1, 3 ; etc.
Étym. δ. ξένος.