δηριάω-ῶ

Δηριμάχεια

δηρινθῆναι
Δηρι·μάχεια, ας () [ῐμᾰ] Dèrimakheia, Amazone, Q. Sm. 1, 45 et 260.
Étym. δῆρις, μάχομαι.