Δηωΐνη

Δηῷος

Δί
Δηῷος, α, ον :
1 de Dèô : ἡ Δηῴη (ion.) Nonn. D. 6, 3, c. Δηωΐνη ||
2 consacré à Dèô, Anth. App. 50, 5.
Étym. Δηώ.