Δωδώναθεν

Δωδωναῖος

Δωδώνη
Δωδωναῖος, α, ον, de Dodone, Hdt. 2, 55, etc. ; DH. 1, 14, etc. ; Ζεὺς Δ. Il. 16, 233 ; Pd. fr. 29 ; Plat. Phædr. 275b, etc. Zeus de Dodone ; δρὺς Δ. Str. 329, chêne de Dodone ; μαντεῖα Δ. Eur. Andr. 886, oracles de Dodone.
Étym. Δωδώνη.