ἐλαφοσσοΐη

Ἐλαφόστικτος

ἐλαφρία
Ἐλαφό·στικτος, ου () Élaphostiktos (litt. à la peau de cerf tachetée) n. d’h. Lys. 13, 19 Baiter-Sauppe.
Étym. ἔ. στίζω.