ἐλάτινος

Ἐλατιονίδης

ἐλατός
Ἐλατιονίδης, ου () [ᾰῑῐ] fils ou descendant d’Élatiôn (Iskhys) Hh. Ap. 210.
Étym. *Ἐλατίων d’Ἔλατος.