Ἔλατος

Ἐλατρεύς

ἐλαττονάκις
Ἐλατρεύς, έως () [] Élatrée (litt. le rameur) :
1 n. d’un Phéacien, Od. 8, 111 et 129 ||
2 Cyclope, Nonn. D. 14, 59 ; 28, 240.
Étym. ἐλάω.