ἐλεφαντίνεος

Ἐλεφαντίνη

ἐλεφάντινος
Ἐλεφαντίνη, ης () Éléphantine (auj. Gazīrat il-Fantīn) î. et v. de la Thébaïde, en Égypte, Hdt. 2, 9, etc. ; Th. H.P. 1, 3, 5, etc.
Étym. ἐλεφάντινος.