Ἐλευσινιακός

Ἐλευσινίδης

Ἐλευσίνιον
Ἐλευσινίδης, ου () [ῐῐ] fils d’Éleusis (Kéléos) Hh. Cer. 105.
Étym. Ἐλευσίς.