Ἐλευθεραί

Ἐλευθερεύς

ἐλευθερία
Ἐλευθερεύς () d’Éleuthères, ép. de Bacchus, Paus. 1, 20, 3 ; 1, 29, 2, etc.
Étym. Ἐλευθεραί.