Ἐπιδαύρια

Ἐπιδαύριος

Ἐπιδαυρόθεν
Ἐπιδαύριος, α, ον, d’Épidaure : οἱ Ἐπιδαύριοι, Hdt. 1, 146, etc. les habitants d’Épidaure.
Étym. Ἐπίδαυρος.