ἐργοεπιστάτης

Ἐργοκλῆς

ἐργολάϐεια
Ἐργο·κλῆς, έους () Ergoklès, h. Dém. 398, 8 ; Lys. 29, 2 Baiter-Sauppe.
Étym. ἔργον, κλέος.