ἐργοστόλος

Ἐργοτέλης

ἐργοτεχνίτης
Ἐργο·τέλης, ους () Ergotélès, h. Pd. O. 12 (voc. -τελες) ; Plut. Them. 26 (acc. -τελη).
Étym. ἔργον, τέλος.