Ἐρυξιδαΐδας

Ἐρυξίμαχος

ἔρυξις
Ἐρυξί·μαχος, ου () [ῐᾰ] Éryximakhos, h. Plat. Phædr. 268a, etc. ; Dém. 1016, 1.
Étym. ἔρυξις, μάχη.