Εὐϐοΐδας

Εὐϐοίηθεν

Εὐϐοιΐς
Εὐϐοίηθεν ou Εὐϐοίηθε, adv. d’Eubée, Call. Del. 197, 200.
Étym. Εὔϐοια, -θεν.