Εὐδήμειος

Εὔδημος

εὐδία
Εὔ·δημος, ου () Eudèmos, h. Ar. Pl. 884 ; Dém. 743, 17, etc. ||
E Dor. Εὔδαμος [] DS. 19, 14 ; Plut. Eum. 16.
Étym. εὖ, δῆμος.