εὔερος

Εὐεσπερίδες

Εὐεσπερῖται
Εὐ·εσπερίδες, ων (αἱ) Euespérides, v. d’Afrique (postér. Ἑσπερίδες) Hdt. 4, 171, 204 ; Th. H.P. 6, 3, 3.
Étym. εὖ, Ἑσπερίδες.