εὐφραντός

Εὐφράνωρ

εὐφρασία
Εὐφράνωρ, ορος () Euphranôr, h. Dém. 59, 61 Baiter-Sauppe ; Plut. Arat. 6 ; Luc. M. cond. 42, etc.
Étym. εὐφραίνω.