Εὐφημίας

Εὐφημίδης

εὐφημίζω
Εὐφημίδης, ου () [] le fils d’Euphèmos, Hdt. 4, 150 ||
E Dor. Εὐφαμίδας, Thc. 5, 55.
Étym. Εὔφημος.