Εὐριπίδης

Εὐριπίδιον

εὐρίπιστος
Εὐριπίδιον, ου (τὸ) [ῑῐδ] mon petit Euripide, Ar. Ach. 404, 475.
Étym. dim. com. d’Εὐριπίδης.