Εὐρυγύης

Εὐρυδάμας

Εὐρυδάμη
Εὐρυ·δάμας, αντος () [ῠδᾰ] Eurydamas, h. Il. 5, 148 ; Od. 18, 296 ||
E Voc. Εὐρυδάμαν, Alc. (Choer. Bkk. 1183).
Étym. εὐ. δαμάω.