Εὐρύλοχος

Εὐρύμαχος

Εὐρυμεδοντιάδης
Εὐρύ·μαχος, ου () [ῠᾰ] Eurymakhos, h. Od. 1, 399 ; Hdt. 7, 205, 233 ; Thc. 2, 2, 5 ||
E Gén. épq. -οιο, Q. Sm. 11, 130.
Étym. εὐ. μάχομαι.