εὐρύτης

Εὐρυτίδης

εὐρύτιμος
Εὐρυτίδης, ου () [ῠῐ] descendant d’Eurytos (Iphitos) Od. 21, 14 ; A. Rh. 2, 1043.
Étym. Εὔρυτος.