εὔρυτος

Εὔρυτος

εὐρύτρητος
Εὔ·ρυτος, ου () [] Eurytos, h. Il. 2, 596, 621 ; Pd. O. 10, 28 ; Hdt. 7, 229 ; Eur. I.A. 282.
Étym. v. le préc.