εὑρών

Εὐρωπαῖος

Εὐρώπεια
Εὐρωπαῖος, α, ον, d’Europe, DH. 1, 2 ||
E Ion. Εὐρωπήϊος, Hdt. 7, 73.
Étym. Εὐρώπη.