εὐθυφερής

Εὐθύφημος

εὐθύφλοιος
Εὐθύ·φημος, ου () Euthyphèmos, h. Dém. 58, 8 Baiter-Sauppe.
Étym. εὐ. φήμη ; cf. εὐθυρρήμων.