Γαϐαῖος

Γαϐαλίτης

Γαϐηνοί
Γαϐαλίτης, ου ()
1 habitant de Gabales, v. de Syrie, Jos. ||
2 sorte de gomme, originaire de Gabales, Diosc. 1, 79.
Étym. Γάϐαλα, Str. etc.