γενήσομαι

Γενηταῖος

γενητικός
Γενηταῖος, α, ον de Génète :
1 ἡ Γενηταίη (ion.) ἄκρη, A. Rh. 2, 378, le promont. de Génète ||
2 ὁ Γενηταῖος, A. Rh. 2, 1011, Zeus de Génète.
Étym. Γένης.