Γέρηνος

Γερητοθεόδωροι

γερηφορία
Γερητο·θεόδωροι, ων (οἱ) des Gérès Théodôros, c. à d. des mauvais sujets comme Gérès et Théodôros. Ar. Ach. 605.
Étym. Γέρης, Θεόδωρος.